σπογγαλιευτικός

σπογγαλιευτικός
-ή, -ό, Ν
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη σπογγαλιεία («σπογγαλιευτικό επάγγελμα»)
2. το ουδ. ως ουσ. το σπογγαλιευτικό
ναυτ. ειδικά διαμορφωμένο και εξοπλισμένο πλοίο που είναι προορισμένο για την αλιεία τών σπόγγων και χαρακτηρίζεται, ανάλογα με τον τρόπο αλιείας, ως καμακατζίδικο, γαγκάβη, μηχανοκάικο, ντεπόζιτο, αλλ. σφουγγαράδικο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σπογγαλιεύς. Η λ. μαρτυρείται από το 1886 στον Α. Μηλιαράκη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • σπογγαλιευτικός — ή, ό αυτός που αναφέρεται στη σπογγαλιεία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σφουγγαράδικος — η, ο, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον σφουγγαρά ή στην αλιεία σπόγγων, σπογγαλιευτικός («σφουγγαράδικο καΐκι») 2. το ουδ. ως ουσ. το σφουγγαράδικο α) σπογγαλιευτικό πλοίο β) πρατήριο σφουγγαριών. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σφουγγαραδ τού πληθ. τής… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”